Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάνλευκος — ον, Α βλ. πάλλευκος … Dictionary of Greek
πάλλευκος — η, ο (Α πάλλευκος και πάνλευκος, ον) ολόλευκος, κατάλευκος, κάτασπρος νεοελλ. μτφ. άμεμπτος, άσπιλος, ανεπίληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λευκός] … Dictionary of Greek